αφιλοχρήματος

αφιλοχρήματος
-η, -ο
αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφιλοχρήματος — η, ο (AM ἀφιλοχρήματος, ον) αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής …   Dictionary of Greek

  • ανιδιοτελής — ( ούς), ές αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”